κλειθρίας

κλειθρίας
κλειθρίᾱς , κλειθρία
keyhole
fem acc pl
κλειθρίᾱς , κλειθρία
keyhole
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”